- σπαθόχορτο
- το, Νκοινή ονομασία τών φυτών γλαδίολος, κάρηξ και υπερικό, η οποία τους αποδόθηκε λόγω τών σπαθόμορφων φύλλων τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + χόρτο (βλ. και σπαθίνακας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαθόχορτο — το είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάρηξ — ηκος, ο βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»] … Dictionary of Greek
καλαμόκρινον — καλαμόκρινον, τὸ (Α) αρωματικό καλάμι, κν. σπαθόχορτο, σπαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κρίνος] … Dictionary of Greek
σπαθίνακας — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού γλαδίολος ή ξιφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί, λόγω τής μορφής τών φύλλων τού φυτού. Τα διάφορα είδη τής οικογένειας αυτής είναι κοινώς γνωστά ως σπαθίφυλλο, σπαθόφυλλο, σπαθόχορτο κ.λπ.] … Dictionary of Greek
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek
γλαδίολος — (gladiolus).Ποώδες βολβόρριζο φυτό της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων ιριδιδών, που καλλιεργείται κυρίως ως καλλωπιστικό, είτε για το στόλισμα των κήπων, είτε για τα άνθη του. Για τον τελευταίο σκοπό καλλιεργείται και στην Ελλάδα. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek